- αἰωρούμενος
- αἰωρέωlift uppres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ENCYLISTIAE Coronae — seu Cylistae, memoratae Polluci l. 7. c. 30. Paschalio videntur dictae, quod εν κυκλίων, rebus orbiculatis, et velut ad volubilitatem rotundatis, constarent, pomis viz. et fructibus duricusculis, quibus factum, ut possent κυλίεςθαι ςτρεφόμενοι,… … Hofmann J. Lexicon universale
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek